-
1 μάργος
A mad, μάργε madman! Od.16.421;μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν 23.11
, cf. Pi.O.2.96, etc.;θυμὸς μ. Thgn.1301
;λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr. 884
(anap.); τάσδε τὰς μάργους, of the Furies, Id.Eu.l.c.; μάργοι ἡδοναί Pl.l.c.; of horses, rampant, furious,μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Hom.Epigr.4.4
, cf.A.Th. 475; of wine,οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος Hes.Fr. 121
.2 of appetite, greedy, gluttonous,μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Od.18.2
;τὸ μ. σῆς γνάθου E.Cyc. 310
: metaph.,οἴδματι μάργῳ Emp.100.7
;μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn.Trag.5.4
.
См. также в других словарях:
μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… … Dictionary of Greek